- επιρρέπω
- ἐπιρρέπω (Α) [ρέπω]1. τείνω, πλησιάζω κάτι («ἡμῑν δ’ αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ», Ομ. Ιλ.)2. απρόσ. ἐπιρρέπειπέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει3. έχω έμφυτη κλίση για κάτι4. (μτβ.) δίνω κλίση σε κάτι, κάνω κάτι να γείρει5. στέλνω κάτι εναντίον, κάνω κάτι να στραφεί εναντίον κάποιου («οὒ τἂν δικαίως τῇδ’ ἐπιρρέποις πόλει μῆνίν τιν’... ἤ βλάβην στρατῷ», Αισχύλ.)6. παρέχω σε κάποιον κάτι («Δίκα δὲ τοῑς μὲν παθοῡσιν μαθεῑν ἐπιρρέπει», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.